Η αντίληψη της Τουρκίας είναι ότι η λύση θα πρέπει να βρεθεί όχι με αναφορά σε ένα σύστημα κανόνων δικαίου, αλλά βάσει του συσχετισμού δύναμης
Είναι ρεαλιστική όμως η προοπτική της επανέναρξης των διερευνητικών επαφών και της Χάγης; Γιατί να τη δεχθεί η Τουρκία και να μη συνεχίσει τις επιθετικές της κινήσεις, σήμερα μάλιστα που οι φιλοδοξίες της είναι ακόμη πιο μεγαλεπήβολες από ό,τι στο παρελθόν; Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνον εάν αντιληφθεί ότι είναι αδιέξοδη η συνέχιση της προκλητικότητάς της και της επιφέρει σημαντικό κόστος, όχι απλώς διπλωματικό, αλλά και οικονομικό. Εχουμε εξαρχής αναλύσει τη στρατηγική που θα έπρεπε να ακολουθήσει η κυβέρνηση, αντί να αντιδρά απλώς αμυντικά και αντανακλαστικά στην επόμενη επιθετική τουρκική κίνηση: οι ελληνικές κόκκινες γραμμές πρέπει να γίνουν ευρωπαϊκές, μέσω μιας διττής πολιτικής, που ασκεί πίεση με την απειλή ισχυρών κυρώσεων για την αποτροπή των παράνομων μεθοδεύσεων της Τουρκίας, σε συνδυασμό με μια θετική ατζέντα, εφόσον επιστρέψει στο τραπέζι του διαλόγου.
Ο κ. Μητσοτάκης, παρά τις συνεχείς παροτρύνσεις μας, άργησε ιδιαίτερα να διεκδικήσει παρόμοιες κυρώσεις. Εστω και καθυστερημένα, η διπλωματία μας πρέπει να συνεχίσει να ασκεί πίεση προς την Τουρκία, ούτως ώστε αυτή να αντιληφθεί ότι τίποτα δεν θα κερδίσει και πολλά έχει να χάσει, αν συνεχίσει τις παράνομες μονομερείς ενέργειες. Παράλληλα, πρέπει να είναι και συνείδηση και της δικής μας πλευράς ότι ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος επίλυσης της διαφοράς είναι ο βασισμένος στο ∆ιεθνές ∆ίκαιο διάλογος για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Για να παραφράσω τον Τζέιμς Τζόις: «Είναι μακριά η Χάγη; Εξαρτάται από το από πού ξεκινάς».