Ιωαννης Θ. Ηρειωτης, Δικηγορος και Αντιπροεδρος Ε.Ε.Π
Μετά τα μεσάνυχτα της 9ης Φεβρουαρίου, εισήχθη στην Βουλή προς ψήφιση το περιβόητο Σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την (υποτιθέμενη) ποιοτική αναβάθμιση και επιτάχυνση της ποινικής δίκης μέσω παρεμβάσεων στον Π.Κ. και τον Κ.Π.Δ.. Το επίμαχο νομοσχέδιο είχε τεθεί προς δημόσια διαβούλευση περί τα τέλη του Νοεμβρίου του 2023, προκαλώντας σχεδόν αυτομάτως την έντονη αντίδραση του συνόλου του νομικού κόσμου, λόγω των άκρως τιμωρητικών και οπισθοδρομικών διατάξεών του. Μάλιστα, οι αντιδράσεις για το αντιεπιστημονικό περιεχόμενο του νομοσχεδίου, έχουν κλιμακωθεί με την αποχή των δικηγόρων της χώρας από την εκδίκαση ποινικών δικών από τον Δεκέμβριο του 2023 μέχρι και σήμερα.
Ωστόσο, παρά την ευρύτατη αποδοκιμασία του νομοσχεδίου, το Υπουργείο Δικαιοσύνης όχι μόνο διατήρησε σχεδόν αναλλοίωτες τις προβλέψεις του σχεδίου κατά την εισαγωγή του προς ψήφιση, αλλά προέβη σε περαιτέρω προβληματικές «επεμβάσεις», οι οποίες θίγουν έτι περαιτέρω τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και ανατρέπουν θεμελιώδεις αρχές του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου. Tούτο δε παρά την συνάντηση του Υπουργού με τους εκπροσώπους της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων και τις εξαγγελίες περί βελτιωτικών παρεμβάσεων!
Έτσι, στο πεδίο του Ποινικού Κώδικα το νομοσχέδιο εμμένει στον κατασταλτικό του χαρακτήρα και στο μοντέλο εγκλεισμού του δράστη στην φυλακή, ακόμα και για πλημμελήματα, καθιστώντας έτσι «υποψήφιο» προς φυλάκιση κάθε πρόσωπο που υπέχει ποινική ευθύνη εκ της θέσεώς του, όπως νομίμους εκπροσώπους εταιρειών, τεχνικούς ασφαλείας, διευθυντές, επιχειρηματίες, πολιτικούς μηχανικούς, ιατρούς, δημοσιογράφους κλπ. Ενδεικτικά αναφέρονται οι προβλέψεις του σχεδίου περί: i) αύξησης των ανώτατων ορίων των απειλούμενων ποινών, ii) περιστολής των θεσμών μείωσης της ποινής, iii) αναμόρφωσης του συστήματος έκτισης των ποινών μέσω του δραστικού περιορισμού της αναστολής εκτέλεσης σε ποινές αποκλειστικά ενός (1) έτους, της μερικής έκτισης των ποινών μεταξύ δύο (2) και (3) ετών, καθώς και του εκτεταμένου περιορισμού της εφαρμογής της υφ’ όρον απόλυσης. Η άκρατη «αυστηροποίηση» επιλέγεται, άλλωστε, και στο Ειδικό Μέρος του Π.Κ. με χαρακτηριστικές προβλέψεις την κατακόρυφη αύξηση του κατώτατου ορίου φυλάκισης στο αδίκημα της ανθρωποκτονίας εξ’ αμελείας από τρείς (3) μήνες σε δύο (2) έτη, αλλά και την απειλή ποινής κάθειρξης τουλάχιστον δέκα (10) ετών για την παραβίαση ερυθρού σηματοδότη που οδήγησε στον θάνατο άλλου!
Μάλιστα, αγνοώντας επιδεικτικά την δριμεία κριτική κατά του νομοσχεδίου, οι συντάκτες του, προ της εισαγωγής του προς ψήφιση, επέλεξαν να ενισχύσουν έτι περαιτέρω τον κατασταλτικό του χαρακτήρα. Ενδεικτικώς αναφέρεται ότι οι ευνοϊκές διατάξεις για τους νεαρούς ενήλικες θα εφαρμόζονται πλέον σε άτομα που κατά τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης δεν έχουν συμπληρώσει το 21ο πρώτο έτος της ηλικίας τους και όχι το 25ο, όπως ορίζει ο ισχύων Π.Κ., ενώ εισάγεται για πρώτη φορά ευθύνη των νομικών προσώπων και οντοτήτων σε περιπτώσεις αδικημάτων δωροδοκίας που τελέστηκαν από φυσικό πρόσωπο προς όφελος ή για λογαριασμό τους με την επιβολή προστίμων μέχρι και 10.000.000 ευρώ. Μάλιστα, οι προβλεπόμενες κυρώσεις σε βάρος του νομικού προσώπου επιβάλλονται ανεξάρτητα από την καταδίκη του φυσικού προσώπου, ακόμα δηλαδή και εάν δεν αποδειχθεί η τέλεση της δωροδοκίας στο πλαίσιο ποινικής δίκης, λόγω παραγραφής, θανάτου του δράστη, απαραδέκτου της ποινικής δίωξης κλπ. Προσχηματική είναι δε και η «απόσυρση» των τροποποιήσεων για την δυνατότητα επιβολής πλήρους ποινής επί απόπειρας και απλής συνέργειας. Ο απώτερος στόχος των τροποποιήσεων αυτών, ήτοι η δυνατότητα παράτασης της προσωρινής κράτησης άνω των δώδεκα μηνών στις εν λόγω περιπτώσεις, επιτυγχάνεται τελικώς μέσω της τροποποίησης του άρθρου 292 παρ. 2 Κ.Π.Δ.
Αντίστοιχα, στο πεδίο του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας το Υπουργείο έχοντας αναγορεύσει σε αυτοσκοπό την επιτάχυνση της δίκης με οποιοδήποτε κόστος, εμμένει, μεταξύ άλλων, στην μεταφορά ύλης από πολυπρόσωπα σε μονοπρόσωπα δικαστήρια (λ.χ. δια της κατάργησης του Πενταμελούς Εφετείου), στην περιστολή ενδίκων βοηθημάτων και εν γένει δικαιωμάτων των διαδίκων, στην απευθείας παραπομπή των υποθέσεων στο ακροατήριο με ελλιπή προεργασία, καθώς και στον περιορισμό του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων στο ακροατήριο.
Οι παραπάνω επιλογές του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως αποτυπώνονται στο προς ψήφιση νομοσχέδιο, είναι βέβαια βαθύτατα προβληματικές, καθώς παραγνωρίζουν βασικές αρχές του ποινικού δικαίου και αγνοούν επιδεικτικά την εμπεριστατωμένη κριτική του νομικού κόσμου και τα πορίσματα της επιστήμης. Εν τέλει, αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα κακής νομοθέτησης, η οποία αυτονοήτως δεν ανταποκρίνεται σε ένα κράτος δικαίου.