Ροή Ειδήσεων​      Επικοινωνία      Τοπικά

Ευρωεκλογές: Γιατί τα αποτελέσματα δεν σημαίνουν προοίμιο ήττας στις εθνικές εκλογές – Τα παραδείγματα με τη ΝΔ

Οι ελληνικές εκλογές για την ανάδειξη των εκπροσώπων µας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διακρίνονται για την ιδιορρυθµία και την παραδοξότητά τους. Κατ’ αρχάς, είναι εκλογές στις οποίες το εκλογικό σώµα γνωρίζει ελάχιστα για τα συµβαίνοντα στο Ευρωκοινοβούλιο και για το κατά πόσο τα επηρεάζουν οι εκπρόσωποι των ελληνικών κοµµάτων στις Βρυξέλλες, παρά το γεγονός ότι το Κοινοτικό ∆ίκαιο υπερισχύει της εσωτερικής νοµοθεσίας. Και οι αποφάσεις που λαµβάνονται στις Βρυξέλλες αναγκαστικά πρέπει να υιοθετούνται και εδώ ως εσωτερικό ∆ίκαιο.

Γι’ αυτήν την έλλειψη έχουν ευθύνη και τα πολιτικά κόµµατα, δεδοµένου ότι, πλην της Νέας ∆ηµοκρατίας, η οποία είναι και το κόµµα που ενέταξε στην ευρωπαϊκή οικογένεια τη χώρα, τα άλλα κόµµατα –ειδικώς, µάλιστα, όταν βρίσκονταν στη θέση της αντιπολίτευσης– είχαν µια δυσθυµία και µια πολιτική αµφισηµίας απέναντι στην τότε ΕΟΚ και µετέπειτα Ευρωπαϊκή Ενωση. Ας µη λησµονείται, άλλωστε, ότι ο Κωνσταντίνος Καραµανλής έβαλε τη χώρα στην ΕΟΚ, παρά το γεγονός ότι η πλειονότητα των κοµµάτων ήταν αντίθετη, ακόµα και µέρος του ελληνικού λαού, που επηρεαζόταν από την αρνητική στάση των συγκεκριµένων κοµµάτων.

Διαβάστε ακόμα: Ευρωεκλογές: Η υποψηφιότητα του Μπελέρη φέρνει ισχυρά σηµάδια συσπείρωσης και ενισχύει τα ποσοστά της ΝΔ

Υπό την έννοια αυτή, θέσεις για το τι είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση και ποια τα συµφέροντά µας εκεί διατυπώνει διαχρονικά µόνο η Νέα ∆ηµοκρατία, που δεν αντιµετώπισε την Ε.Ε. ως την παχιά αγελάδα, από την οποία έχουµε οικονοµικά και µόνο οφέλη. Εποµένως, και το εκλογικό σώµα, επηρεασµένο από τη ρητορική που αναπτύσσουν τα άλλα κόµµατα, έχει συνηθίσει να αντιµετωπίζει τις ευρωεκλογές µε το βλέµµα στραµµένο στο εσωτερικό και στο κατά πόσο µπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσµά τους τις πολιτικές συνθήκες και το πολιτικό κλίµα, µολονότι το αποτέλεσµα αυτό δεν µεταβάλλει τη θέση της όποιας κυβέρνησης βρίσκεται στην εξουσία.

Τα παράδοξα που αναδεικνύει το κλίμα που διεξάγονται οι ευρωεκλογές

Αυτό ακριβώς το κλίµα µέσα στο οποίο συνήθως διεξάγονται οι ευρωεκλογές αναδεικνύει και άλλα παράδοξα. Πρώτα από όλα, την έννοια της χαλαρής ψήφου. ∆ηλαδή, από τη στιγµή που δεν κλονίζεται η κυβέρνηση από το αποτέλεσµα των ευρωεκλογών, αυτές αποτελούν µια καλή ευκαιρία προκειµένου η κοινωνία να εκφράσει την όποια δυσαρέσκειά της για το κυβερνητικό έργο, στέλνοντας, όπως συνηθίζεται να λέγεται, µηνύµατα προς το κόµµα που είναι στην εξουσία. Αντιστοίχως, η αντιπολίτευση µπορεί να διατείνεται, έστω και αν κάτι τέτοιο δεν συµβαίνει, ότι τα µηνύµατα αυτά της δυσαρέσκειας µεταβάλλουν τους πολιτικούς συσχετισµούς. Αλλωστε, τα κόµµατα της αντιπολίτευσης αυτό επιδιώκουν, µετατρέποντας σε αναµέτρηση εσωτερικών θεµάτων τις ευρωεκλογές. Παραγνωρίζει, βεβαίως, η αντιπολίτευση ότι, αν το διακύβευµα ήταν η πολιτική σταθερότητα, η κοινωνία θα ψήφιζε διαφορετικά και, κυρίως, θα καταδίκαζε, όπως στις γενικές εκλογές, τα κόµµατα της αντιπολίτευσης, αρνούµενη σε αυτά να την κυβερνήσουν. Ακριβώς αυτή η έννοια της χαλαρής ψήφου, η οποία δεν αλλάζει τους συσχετισµούς που έχουν προκύψει από τις γενικές κάλπες, αποτυπώνεται στη διαχρονική διαφορά που σηµειώνεται µεταξύ του αποτελέσµατος που σηµείωνε η Νέα ∆ηµοκρατία στις εκλογές για την ανάδειξη κυβέρνησης και του αποτελέσµατος των εκλογών για την εκπροσώπηση των κοµµάτων στο Ευρωκοινοβούλιο.

Η Ιστορία – Τα παραδείγματα με τη ΝΔ

Οι πρώτες ευρωεκλογές έγιναν στη χώρα µας το 1981. Στις βουλευτικές εκλογές της χρονιάς εκείνης -όταν νικητής ήταν το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και άρχιζε η κυριαρχία των Ελλήνων σοσιαλιστών- η Ν.∆. είχε σηµειώσει ποσοστό 35,87%. Στις ευρωεκλογές το ποσοστό που πέτυχε ήταν 31,34%, µειωµένο κατά 4,53 ποσοστιαίες µονάδες.

Ευρωεκλογές είχαµε και το 1984, όταν η Ν.∆. κατόρθωσε να πιάσει ένα ποσοστό 38,05%, αυξηµένο µεν έναντι των ευρωεκλογών του 1981, αλλά µειωµένο έναντι αυτού στις γενικές εκλογές του 1985. Το ταραχώδες πολιτικό έτος 1989, παρά το γεγονός ότι η Ν.∆. υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη στις γενικές εκλογές είχε συγκεντρώσει το δυσθεώρητο για τα σηµερινά δεδοµένα ποσοστό 46,19%, για το Ευρωκοινοβούλιο το ποσοστό της έπεσε στο 40,4%.

Στις γενικές εκλογές του 1993, το ποσοστό της Ν.∆. ήταν 39,30%. Εναν χρόνο µετά, είχαµε ευρωεκλογές και το ποσοστό της αυτό είχε πέσει στο 32%. Το 1999 είχαµε πάλι εκλογές για την Ευρωβουλή. Η Ν.∆. είχε πετύχει ένα ποσοστό 36%, όταν τον αµέσως επόµενο χρόνο, στις βουλευτικές εκλογές του 2000 -που αποτέλεσαν και το προοίµιο της επανόδου στην εξουσία της Ν.∆. υπό τον Κώστα Καραµανλή- το ποσοστό της ήταν 42,75%.

Με την πάροδο της πενταετίας από τις ευρωεκλογές του 1999, δηλαδή το 2004, είχαµε και γενικές βουλευτικές εκλογές και ευρωεκλογές. Στις βουλευτικές η Ν.∆. είχε σηµειώσει ποσοστό 45,36%, που την ανέδειξε σε κυβέρνηση.

Οµως, στις ευρωεκλογές το ποσοστό της ήταν µειωµένο. Είχε σηµειώσει 43,03%. Οµοίως µειωµένα ήταν τα ευρωποσοστά της και το 2009, έναντι των ποσοστών της για τις γενικές εκλογές. Γεγονός που συνεχίστηκε και στις ευρωεκλογές του 2014 έναντι των ποσοστών, λ.χ., που, υπό τον Αντώνη Σαµαρά, είχε πάρει η Ν.∆. στις δεύτερες εκλογές του 2012 (29,66%, έναντι 22,72% στις ευρωεκλογές).

Το ίδιο µοτίβο επαναλήφθηκε και το 2019, όταν στις βουλευτικές εκλογές η Ν.∆. είχε επιτύχει ένα ποσοστό 39,85% και στις ευρωεκλογές της ίδιας χρονιάς το ποσοστό της είχε πέσει στο 33,12%. Χωρίς, βεβαίως, κάποια αλλαγή στους πολιτικούς συσχετισµούς, αν ληφθεί µάλιστα υπόψη ότι, τέσσερα χρόνια µετά και παρά την όποια φυσιολογική κυβερνητική φθορά, η Ν.∆. αύξησε το ποσοστό της στις διπλές, λόγω εκλογικού συστήµατος, βουλευτικές κάλπες.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Παραπολιτικά».

Ροή Ειδήσεων

  • All
  • ΠΟΛΙΤΙΚΗ