Κύριε υπουργέ, ποιο είναι κατά τη γνώµη σας το δίληµµα των ευρωεκλογών;
Οι ευρωεκλογές µπορεί να στείλουν δύο µηνύµατα: σοβαρότητας και σταθερότητας. Οταν λέω σοβαρότητα, στη συγκεκριµένη περίπτωση εννοώ σοβαρή εκπροσώπηση στην Ευρωβουλή. Μετά τις περιπέτειες της τελευταίας δεκαετίας, η Ελλάδα δεν είναι η ώρα να εξάγει γραφικότητα στις Βρυξέλλες. Πολύ περισσότερο που θα κριθούν από την Ευρωβουλή πολύ σοβαρά ευρωπαϊκά και εθνικά θέµατα, όπως είναι η συνέχιση ή µη του Ταµείου Ανάκαµψης, η ίδρυση ή µη ενός ενιαίου ευρωπαϊκού αµυντικού ταµείου για τη στήριξη της άµυνάς µας και η νέα Κοινή Αγροτική Πολιτική. Καλό είναι µε την Ευρώπη να µην παίζουµε! Οταν λέω σταθερότητα, εννοώ, αν πραγµατικά µας ενδιαφέρει, να διαφυλάξουµε αυτά που πετύχαµε και να επιτρέψουµε στη χώρα να προχωρήσει µπροστά, συνδυάζοντας το σωστό µείγµα οικονοµικής πολιτικής -που παράγει ήδη αποτελέσµατα- µε ένα πολιτικό κλίµα χωρίς αναταράξεις, που θα προκαλέσουν δυσκολίες για την πορεία µας προς τα εµπρός. Η κυβέρνηση, φυσικά, θα εξακολουθήσει να κυβερνά, ανεξαρτήτως αποτελέσµατος. Οµως, πρόσθετες δυσκολίες και βαρίδια στην κυβέρνηση είναι βαρίδι για την οικονοµία και τις οικογένειες όλων µας. Οι Ελληνες τα καταλαβαίνουν όλα αυτά. Γι’ αυτόν τον λόγο, πιστεύω, θα πουν «ναι» στη σοβαρότητα, στη σταθερότητα και στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, «ναι» στη Νέα ∆ηµοκρατία.
Πώς κρίνετε τις οικονοµικές προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ για την ακρίβεια και τα φορολογικά;
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσε, όπως ξέρετε, δύο ξεχωριστές προτάσεις νόµου για όλα αυτά. Αναγκαστικά, λοιπόν, τις µέτρησε επισήµως το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους. Και βρήκε ότι οι υποσχέσεις του κ. Κασσελάκη κοστίζουν για τέσσερα χρόνια 45 δισ. ευρώ στους Ελληνες φορολογουµένους. Πέντε φορές, δηλαδή, το οικονοµικό πρόγραµµα της Νέας ∆ηµοκρατίας γι’ αυτή την τετραετία. Ο πρωθυπουργός έκανε τα αποκαλυπτήρια της ανόητης και επικίνδυνης αυτής πολιτικής στη Βουλή. Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ κοστίζουν πανάκριβα στην κοινωνία και στους φορολογουµένους. Υπόσχονται δωρεάν γεύµατα µε τα λεφτά των άλλων. Αυτό, όµως, είναι προφανές πως θα έχει τουλάχιστον δύο δυσµενείς συνέπειες. Πρώτον, τον εκτροχιασµό του Προϋπολογισµού και την επιστροφή σε υπερβολικά ελλείµµατα και στα µνηµόνια, µε αποτέλεσµα να πάνε χαµένες οι θυσίες των τελευταίων ετών. Και, δεύτερον, το κλείσιµο µιας σειράς επιχειρήσεων, που θα επιβαρυνθούν υπέρµετρα από τη φορολογία, την απόλυση εργαζοµένων και την εκτίναξη της ανεργίας. Γι’ αυτό επιµένω ότι η πολιτική τους είναι ανόητη και επικίνδυνη.
Εχετε κάνει τρεις θητείες ως ευρωβουλευτής. Η Ακροδεξιά και η εθνικιστική ∆εξιά δεν ήταν ποτέ τόσο ψηλά στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα. Σας ανησυχεί ότι το φαινόµενο αυτό µπορεί να ενταθεί µετά τις προσεχείς κάλπες;
∆εν θέλω να προβώ σε προβλέψεις. Θα δούµε στις εκλογές κατά πόσο θα επιβεβαιωθεί αυτή η τάση. Αυτό το οποίο θέλω να σηµειώσω είναι ότι τη ριζοσπαστικοποίηση του κόσµου προς οποιαδήποτε κατεύθυνση µπορείς να την περιορίσεις όταν εφαρµόζεις µια σοβαρή πολιτική, που απαντά στα προβλήµατά του. Οταν -απέναντι σε όσους εµπορεύονται τις ιδέες του έθνους, της πατρίδας ή της κοινωνικής ευαισθησίας- απαντάς µε χειροπιαστό έργο για την προστασία των συµφερόντων της Ελλάδας και των Ελλήνων πολιτών. Αυτό κάνουµε πέντε χρόνια τώρα, µε την αποτελεσµατική προστασία των συνόρων µας, την ενίσχυση της αµυντικής µας θωράκισης, την εφαρµογή µιας ουσιαστικής κοινωνικής πολιτικής και την ισχυρή οικονοµική ανάπτυξη, η οποία είναι προϋπόθεση για όλα όσα αναφέρω. Γι’ αυτό και η Νέα ∆ηµοκρατία είναι πέντε χρόνια τώρα ένα από τα ισχυρότερα -αν όχι το ισχυρότερο- κεντροδεξιά κόµµατα στην Ευρώπη και γι’ αυτόν τον λόγο άλλα ευρωπαϊκά κεντροδεξιά κόµµατα δείχνουν ενδιαφέρον για το δικό µας µοντέλο διακυβέρνησης. Αν συνεχίσουµε σε αυτόν τον δρόµο -κάνοντας και τις όποιες διορθώσεις όπου είναι απαραίτητο-, πιστεύω ότι στο τέλος ακόµα περισσότεροι πολίτες θα εµπιστευθούν την επιλογή σοβαρότητας και κοινής λογικής που εκπροσωπεί η Νέα ∆ηµοκρατία.
Κύριε Χατζηδάκη, ένα από τα βασικά ζητήµατα που απασχολούν τους πολίτες στην πορεία προς τις κάλπες φαίνεται πως είναι η ακρίβεια. Ο πληθωρισµός στη χώρα µας µειώνεται, αλλά παραµένει υψηλότερος από τον µέσο όρο της ευρωζώνης. Εχει άλλα «εργαλεία» η κυβέρνηση για να τιθασεύσει την ακρίβεια;
Απαντάµε στην ακρίβεια µε τρία διαφορετικά όπλα: ανταγωνισµός, έλεγχοι, αυξήσεις µισθών. Είδατε µετά τις αναταράξεις του 2022 πώς λειτουργεί πια το 2024 ο ανταγωνισµός στο ηλεκτρικό ρεύµα. Με τα τιµολόγια διαφόρων χρωµάτων υπάρχουν πολύ περισσότερες προσφορές από τους παρόχους, περισσότερες επιλογές για τον καταναλωτή και χαµηλότερες τιµές. Την ίδια λογική υπηρετεί και η επιστολή Μητσοτάκη στην κ. Φον ντερ Λάιεν. Αυτό που καταγγέλλει είναι η νόθευση του ανταγωνισµού και των κανόνων της ενιαίας αγοράς σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και ζητάει να αξιοποιηθεί ο θεσµικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για να µπουν ορισµένες πολυεθνικές εταιρείες στη θέση τους. Πολύ περισσότερο που η ίδια η µελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής καταλήγει ότι χρησιµοποιούν αθέµιτες πρακτικές. Οταν µιλάω για ελέγχους, αναφέροµαι στους ελέγχους και στα πρόστιµα που έχουν επιβληθεί από τη ∆ΙΜΕΑ του υπουργείου Ανάπτυξης για παράνοµες πρακτικές τόσο σε ελληνικές όσο και σε πολυεθνικές επιχειρήσεις. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε συµβεί κάτι τέτοιο σε αντίστοιχη έκταση. Οσον αφορά, δε, τους µισθούς, εξαντλούµε τις δυνατότητες της οικονοµίας για τον ιδιωτικό τοµέα και του Προϋπολογισµού για τον δηµόσιο τοµέα. Στους δηµοσίους υπαλλήλους δόθηκαν αυξήσεις έπειτα από 13 χρόνια. Ενώ, ειδικά για τον κατώτατο µισθό, οι αυξήσεις σωρευτικά από το 2019 και µετά είναι 28%, µε αντίστοιχη αύξηση του πληθωρισµού 16%. Συνεχίζουµε, όµως, την προσπάθεια. Γνωρίζουµε ότι το θέµα αυτό απασχολεί όχι µόνο τους Ελληνες, αλλά όλους τους Ευρωπαίους. Συντονιζόµαστε σε ευρωπαϊκό επίπεδο και -αφήνοντας στην άκρη κοµπογιαννίτικες πρακτικές- επιχειρούµε να εφαρµόσουµε στην Ελλάδα σύγχρονες και αποτελεσµατικές λύσεις.
Οταν λέω σταθερότητα, εννοώ, αν πραγµατικά µας ενδιαφέρει να διαφυλάξουµε αυτά που πετύχαµε και να επιτρέψουµε στη χώρα να προχωρήσει µπροστά
ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ προτείνουν µείωση φορολογικών συντελεστών, για να µειωθούν οι τιµές στο ράφι, µε έµφαση στην προσωρινή µείωση του ΦΠΑ στα τρόφιµα. Η κυβέρνηση γιατί αρνείται να µπει στη συζήτηση αυτή;
Πρώτα απ’ όλα, διότι εισπράττουµε λεφτά, τα οποία τα διαθέτουµε για να πληρώσουµε στη συνέχεια µισθούς, συντάξεις και να εφαρµόσουµε µια κοινωνική πολιτική. Αν τα λεφτά αυτά δεν τα εισπράτταµε, οι πολίτες θα διαµαρτύρονταν -και δικαίως-, γιατί δεν θα πληρώναµε µισθούς και συντάξεις. ∆εύτερον, διότι δεν θέλουµε να ενθαρρύνουµε τις εισαγωγές και να δηµιουργήσουµε πρόβληµα στο ισοζύγιο. Αντίθετα, θέλουµε να ενθαρρύνουµε τις επενδύσεις και ένα πραγµατικά αναπτυξιακό παραγωγικό µοντέλο για την Ελλάδα. Τρίτον, διότι η χώρα µας έχει πλέον δηµοσιονοµική σταθερότητα, που επετεύχθη µε πολλές θυσίες. Θα ήταν κρίµα να διακινδυνεύσουµε τη σταθερότητα και να επιστρέψουµε στις κακές πρακτικές του παρελθόντος. Και, τέταρτον, διότι, όπως έγινε στην Ισπανία και σε µια σειρά από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως έγινε και στην Ελλάδα παλιότερα, αλλά και όπως είχε πει και ο κ. Τσίπρας στη Βουλή όταν ήταν πρωθυπουργός, η µείωση του ΦΠΑ δεν περνάει τελικά στον καταναλωτή, διότι την ενθυλακώνουν οι λεγόµενοι «ενδιάµεσοι». Αν, δηλαδή, ενδίδαµε στις πιέσεις, θα εφαρµόζαµε ένα µέτρο το οποίο δεν θα ήταν αποτελεσµατικό και σίγουρα θα κόστιζε πολύ, διακινδυνεύοντας τη δηµοσιονοµική πορεία της χώρας. Και, ως υπουργός Εθνικής Οικονοµίας και Οικονοµικών, δεν έχω κανέναν σκοπό να βάλω την υπογραφή µου σε αποσταθεροποίηση του Προϋπολογισµού.
Θα υπάρξει παράταση για τον χαµηλό ΦΠΑ σε καφέ και αφεψήµατα, ο οποίος λήγει στο τέλος του Ιουνίου;
Γι’ αυτά τα προϊόντα, για τα οποία επί κορονοϊού υπήρξε µια µείωση, δεν έχει ληφθεί ακόµη κάποια απόφαση. Η όποια «φιλολογία» είναι πρόωρη. Κάνουµε µι α µελέτη στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, η οποία δεν έχει ολοκληρωθεί. Θα ολοκληρωθεί στο τέλος Ιουνίου και τότε θα πάρουµε τις αποφάσεις µας.
*Δημοσιεύθηκε στα «Παραπολιτικά»